- εὐνουχίζειν
- εὐνουχίζωcastratepres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
скопец — I скопец I вид ястреба , см. скопа. II скопец II, род. п. пца евнух , укр. скопець валушок , др. русск., ст. слав. скопьць εὑνοῦχος (Супр.), болг. скопец, словен. skȯpǝc валушок , чеш. skорес, слвц. škор баран , польск. skор, skореk, в. луж., н … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ευνουχίζω — και μουνουχίζω (ΑΜ εὐνουχίζω) [ευνούχος] αφαιρώ ή καταστρέφω τους γεννητικούς αδένες κάποιου, καθιστώ κάποιον ευνούχο, στειρώνω («εἰσὶν εὐνοῡχοι οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτοὺς διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανών», ΚΔ) αρχ. (μτφ. για τη γη) μεταβάλλω σε… … Dictionary of Greek